νεωκόριον

νεωκόριον
νεωκόριον και δωρ. τ. νακόρειον, τὸ (Α) [νεωκόρος]
1. σκευοφυλάκιο το οποίο βρισκόταν στους ναούς
2. (κατά διάφ. ερμ.) οίκημα τού ναού όπου κατοικούσε ο νεωκόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νακόρειον — νακόρειον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωκόριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”